Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

ΑΥΤΟΜΕΔΩΝ


Αυτομέδοντας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
* Αυτό το άρθρο αναφέρεται στο μυθικό πρόσωπο. Για τον ομώνυμο αρχαίο `Ελληνα ποιητή βλ. Αυτομέδων (ποιητής)

Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Αυτομέδοντας (Αυτομέδων, δηλαδή αυτός που είναι κυρίαρχος, άρχοντας του εαυτού του) είναι γνωστά τα παρακάτω δύο διαφορετικά πρόσωπα:

  1. Γιός του Διώρου από τη Σκύρο, φίλος του ήρωα Αχιλλέα του οποίου υπήρξε ο έμπειρος ηνίοχος κατά τον Τρωικό Πόλεμο. Πέρα από αυτό ωστόσο, ήταν και ο ίδιος ο Αυτομέδοντας μία ξεχωριστή προσωπικότητα, αφού είχε έρθει στην Τροία ως αρχηγός συντάγματος με δέκα πλοία. Μετά τον θάνατο του Αχιλλέα, ο Αυτομέδοντας υπηρέτησε ως ηνίοχος και τον γιο του ήρωα, τον Νεοπτόλεμο ή Πύρρο. Από τον ομηρικό αυτό ήρωα, επεκράτησε στην αρχαία ελληνική γλώσσα, και από αυτή στη λατινική, να ονομάζεται «αυτομέδων» κάθε ικανός και επιδέξιος ηνίοχος, αλλά και κάθε χαριτωμένος άνθρωπος. Ο Αυτομέδων αναφέρεται σε δύο διαφορετικές ραψωδίες της Ιλιάδας (Ι 209, Ρ 429).
  2. Ο ένας από τους 14 μνηστήρες της Ιπποδαμείας που σκοτώθηκε από τον πατέρα της Οινόμαο σε αγώνες αρματοδρομίας με έπαθλο την Ιπποδάμεια.

 

 

 

 ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Π΄

 [Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ  ΠΟΛΥΛΑ]

 (στίχοι  : 124-154)

αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
μηρὼ πληξάμενος Πατροκλῆα προσέειπεν·     125
ὄρσεο διογενὲς Πατρόκλεες ἱπποκέλευθε·
λεύσσω δὴ παρὰ νηυσὶ πυρὸς δηΐοιο ἰωήν·
μὴ δὴ νῆας ἕλωσι καὶ οὐκέτι φυκτὰ πέλωνται·
δύσεο τεύχεα θᾶσσον, ἐγὼ δέ κε λαὸν ἀγείρω.
ὣς φάτο, Πάτροκλος δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ.    
               
Τότε ο Πηλείδης
τα δυο μεριά του εκτύπησε και είπε του Πατρόκλου:


«Πάτροκλε διογέννητε, κινήσου ανδρειωμένε,
κίνημα βλέπω του πυρός κει πέρα στα καράβια.
Μη τα πατήσουν και φυγής δεν μείνει ελπίδα πλέον.
Τ’ άρματα ζώσου, ωστόσο εγώ τα πλήθη συναθροίζω.». 
Είπε, κι εφόρει ο Πάτροκλος τ’ άρματα που αστράφταν.
...


ἵππους δ᾽ Αὐτομέδοντα θοῶς ζευγνῦμεν ἄνωγε,     
τὸν μετ᾽ Ἀχιλλῆα ῥηξήνορα τῖε μάλιστα,
πιστότατος δέ οἱ ἔσκε μάχῃ ἔνι μεῖναι ὁμοκλήν.

τῷ δὲ καὶ Αὐτομέδων ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους
Ξάνθον καὶ Βαλίον, τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσθην,
τοὺς ἔτεκε Ζεφύρῳ ἀνέμῳ Ἅρπυια Ποδάργη    150
βοσκομένη λειμῶνι παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο.
ἐν δὲ παρηορίῃσιν ἀμύμονα Πήδασον ἵει,
τόν ῥά ποτ᾽ Ἠετίωνος ἑλὼν πόλιν ἤγαγ᾽ Ἀχιλλεύς,
ὃς καὶ θνητὸς ἐὼν ἕπεθ᾽ ἵπποις ἀθανάτοισι. 


Κι είπε στον Αυτομέδοντα να ζέψει ευθύς τους ίππους

φίλον του εξόχως σεβαστόν κατόπιν του Αχιλλέως,
στην μάχην ετοιμότατον εις κάθε προσταγήν του.


Και ο Αυτομέδων έζεψε τον Ξάνθον και Βαλίον,
πουλάρι’ ανεμόποδα, τα γέννησε η Ποδάργη
η Άρπυι’ από τον Ζέφυρον ως έβοσκε στην χλόην
στα τείχη του Ωκεανού. Τους έδεσε στο πλάγι
τον Πήδασον ασύγκριτον, που’χε ο Πηλείδης φέρει
από του Ηετίωνος την πορθημένην πόλιν,
κι ίππος συμβάδιζε θνητός με αθάνατα πουλάρια.
...
πάντων δὲ προπάροιθε δύ᾽ ἀνέρε θωρήσσοντο
Πάτροκλός τε καὶ Αὐτομέδων ἕνα θυμὸν ἔχοντες
πρόσθεν Μυρμιδόνων πολεμιζέμεν.

 Κι εμπρός των Μυρμιδόνων
αρματωμένοι, πρόθυμοι στην μάχην άνδρες δύο
με ψυχήν μίαν, Πάτροκλος ελάμπαν και Αυτομέδων.



ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Ρ΄

 (στίχοι  : 429-542)



Και όσο και αν ίδρωνε ο καλός Διωρείδης Αυτομέδων
και με την σφοδράν μάστιγα στα νώτα να τους πλήττει
και να τους κραίνει μαλακά και να τους φοβερίζει,
     
ἦ μὰν Αὐτομέδων Διώρεος ἄλκιμος υἱὸς
πολλὰ μὲν ἂρ μάστιγι θοῇ ἐπεμαίετο θείνων,        430
πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ᾽ ἀρειῇ·


μήτε στες πρύμνες να στραφούν, στην άκραν του Ελλησπόντου,
μήτε κατά τον πόλεμον των Αχαιών να γύρουν
ήθελαν, και ως ασάλευτη στέκεται στήλη επάνω
στο μνήμ’ ανδρός ή γυναικός, ακλόνητοι κι εκείνοι
εμέναν, στο πανεύμορφον αμάξι τους ζωσμένοι,
με τα κεφάλια στηρικτά στην γην. Και πυρωμένα
εχύναν δάκρυα που  ο καλός τους λείπει κυβερνήτης.
Και ως απ’ την ζεύγλην έπεφτεν  η φουντωμένη χαίτη
εις τα δυο πλάγια του ζυγού, μολύνετο εις το χώμα.
Τους είδε κι εσυμπόνεσε το κλάϋμα τους ο Δίας,
την κεφαλήν εκίνησε κι έλεγε μέσα ο νους του:

τὼ δ᾽ οὔτ᾽ ἂψ ἐπὶ νῆας ἐπὶ πλατὺν Ἑλλήσποντον
ἠθελέτην ἰέναι οὔτ᾽ ἐς πόλεμον μετ᾽ Ἀχαιούς,
ἀλλ᾽ ὥς τε στήλη μένει ἔμπεδον, ἥ τ᾽ ἐπὶ τύμβῳ
ἀνέρος ἑστήκῃ τεθνηότος ἠὲ γυναικός,                   435
ὣς μένον ἀσφαλέως περικαλλέα δίφρον ἔχοντες
οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα·δάκρυα δέ σφι
θερμὰ κατὰ βλεφάρων χαμάδις ῥέε μυρομένοισιν
ἡνιόχοιο πόθῳ· θαλερὴ δ᾽ ἐμιαίνετο χαίτη
ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγὸν ἀμφοτέρωθεν.   440
μυρομένω δ᾽ ἄρα τώ γε ἰδὼν ἐλέησε Κρονίων,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν·


«Δύστυχοι, τι σας δώσαμε του σεβαστού Πηλέως
θνητού ανθρώπου, αγέραστοι και αθάνατοι όπως είσθε;
Ή για να πάσχετε κι εσείς με τον θνητών το γένος;
Διότι θλιβερότερο του ανθρώπου δεν υπάρχει,
κανέν’ απ’ όσα εκεί στην γη κινούνται και αναπνέουν.
Αλλά ποτέ σας ν’ ανεβεί και το λαμπρόν αμάξι
τον Πριαμίδην Έκτορα ποσώς δεν θε ν’ αφήσω,
δεν φθάνει που’χει τ’ άρματα και τόσο δεν καυχάται;
Και σας ανδρεία στα γόνατα και στην ψυχήν θα βάλω
να σώσετε απ’ τον πόλεμον ως εις τα κοίλα πλοία,
τον Αυτομέδοντα. Ότι εγώ σ’ αυτούς θα αφήσω ακόμη
να σφάζουν και να δοξασθούν, στες πρύμνες ως να φθάσουν,
άμα βυθίσει ο ήλιος και τ’ άγιο σκότος έλθει.».

ἆ δειλώ, τί σφῶϊ δόμεν Πηλῆϊ ἄνακτι
θνητῷ, ὑμεῖς δ᾽ ἐστὸν ἀγήρω τ᾽ ἀθανάτω τε;
ἦ ἵνα δυστήνοισι μετ᾽ ἀνδράσιν ἄλγε᾽ ἔχητον;       445
οὐ μὲν γάρ τί πού ἐστιν ὀϊζυρώτερον ἀνδρὸς
πάντων, ὅσσά τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει.
ἀλλ᾽ οὐ μὰν ὑμῖν γε καὶ ἅρμασι δαιδαλέοισιν
Ἕκτωρ Πριαμίδης ἐποχήσεται· οὐ γὰρ ἐάσω.
ἦ οὐχ ἅλις ὡς καὶ τεύχε᾽ ἔχει καὶ ἐπεύχεται αὔτως;  
σφῶϊν δ᾽ ἐν γούνεσσι βαλῶ μένος ἠδ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ὄφρα καὶ Αὐτομέδοντα σαώσετον ἐκ πολέμοιο
νῆας ἔπι γλαφυράς· ἔτι γάρ σφισι κῦδος ὀρέξω
κτείνειν, εἰς ὅ κε νῆας ἐϋσσέλμους ἀφίκωνται
δύῃ τ᾽ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ·                  455


Αυτά είπε κι εφύσησεν ορμήν σφοδράν στους ίππους,
κι εκείνοι από τες χαίτες των την σκόνην αφού τινάξαν
φέραν τ’ αμάξι ως αστραπή στην μέσην του πολέμου.
Και αν κι έκλαιεν τον Πάτροκλον, εχύθη με τους ίππους
ο Αυτομέδων, ως αετός εκεί που χήνες βόσκουν.
Κι εύκολ’ από την χλαλοή έφευγε αυτός των Τρώων
κι εύκολα πάλι έπεφτε το πλήθος να σκορπίσει
αλλ’ άνδρες δεν εφόνευε κει που τους κυνηγούσε
ότι στ’ αμάξι μόνος του να σπρώχνει δεν εμπόρει
τους γοργούς ίππους και να ορμά στην μάχην με την λόγχην.

ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐνέπνευσεν μένος ἠΰ.
τὼ δ᾽ ἀπὸ χαιτάων κονίην οὖδας δὲ βαλόντε
ῥίμφα φέρον θοὸν ἅρμα μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς.
τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Αὐτομέδων μάχετ᾽ ἀχνύμενός περ ἑταίρου
ἵπποις ἀΐσσων ὥς τ᾽ αἰγυπιὸς μετὰ χῆνας·          460
ῥέα μὲν γὰρ φεύγεσκεν ὑπ᾽ ἐκ Τρώων ὀρυμαγδοῦ,
ῥεῖα δ᾽ ἐπαΐξασκε πολὺν καθ᾽ ὅμιλον ὀπάζων.
ἀλλ᾽ οὐχ ᾕρει φῶτας ὅτε σεύαιτο διώκειν·
οὐ γάρ πως ἦν οἶον ἐόνθ᾽ ἱερῷ ἐνὶ δίφρῳ
ἔγχει ἐφορμᾶσθαι καὶ ἐπίσχειν ὠκέας ἵππους.     465


Στο τέλος ένας σύντροφος τον είδε, ο Αλκιμέδων,
που ήταν του Λαέρκεως βλαστάρι του Αιμονίδου.
Στο αμάξι οπίσω εστάθηκε και προς εκείνον είπε:

ὀψὲ δὲ δή μιν ἑταῖρος ἀνὴρ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν
Ἀλκιμέδων υἱὸς Λαέρκεος Αἱμονίδαο·
στῆ δ᾽ ὄπιθεν δίφροιο καὶ Αὐτομέδοντα προσηύδα·


«Ω Αυτομέδων, των θεών ποιος σου’βαλε στα στήθη
βουλήν ολέθριαν κι έβλαψε τα ύγεια λογικά σου;
Τους Τρώας συ να πολεμείς στην πρώτην τάξιν μόνος!
Και σου εφονεύθη ο σύντροφος, και ο Έκτωρ με καμάρι
τώρα στους ώμους του φορεί τα όπλα του Αχιλλέως.».

Αὐτόμεδον, τίς τοί νυ θεῶν νηκερδέα βουλὴν
ἐν στήθεσσιν ἔθηκε, καὶ ἐξέλετο φρένας ἐσθλάς;     470
οἷον πρὸς Τρῶας μάχεαι πρώτῳ ἐν ὁμίλῳ
μοῦνος· ἀτάρ τοι ἑταῖρος ἀπέκτατο, τεύχεα δ᾽ Ἕκτωρ
αὐτὸς ἔχων ὤμοισιν ἀγάλλεται Αἰακίδαο.


Και ο Διωρείδης προς αυτόν: «Κανείς, ω Ακλιμέδων,
των Αχαιών, όσον εσύ καλός άλλος δεν είναι
να οδηγήσει την ανδρειά των αθανάτων ίππων,
μόνον ο ισόθεος Πάτροκλος όταν ακόμα εζούσε.
Τώρα τον έχει ο θάνατος και η μοίρα αλλά συ λάβε
την μάστιγα και τα λαμπρά των ίππων χαλινάρια,
και κάτω εγώ θα κατεβώ πεζός να πολεμήσω.».

τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Αὐτομέδων προσέφη Διώρεος υἱός·
Ἀλκίμεδον τίς γάρ τοι Ἀχαιῶν ἄλλος ὁμοῖος      475
ἵππων ἀθανάτων ἐχέμεν δμῆσίν τε μένος τε,
εἰ μὴ Πάτροκλος θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος
ζωὸς ἐών; νῦν αὖ θάνατος καὶ μοῖρα κιχάνει.
ἀλλὰ σὺ μὲν μάστιγα καὶ ἡνία σιγαλόεντα
δέξαι, ἐγὼ δ᾽ ἵππων ἀποβήσομαι, ὄφρα μάχωμαι.    


Είπε κι εκείνος όρμησε στο γρήγορον αμάξι
κι έλαβ’ ευθύς την μάστιγα και ομού τα χαλινάρια.
Και ο άλλος κάτω επήδησε. Τους είδε ο λαμπρός Έκτωρ
και στον Αινείαν είπ’ ευθύς που ευρίσκετο σιμά του:

ὣς ἔφατ᾽, Ἀλκιμέδων δὲ βοηθόον ἅρμ᾽ ἐπορούσας
καρπαλίμως μάστιγα καὶ ἡνία λάζετο χερσίν,
Αὐτομέδων δ᾽ ἀπόρουσε· νόησε δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ,
αὐτίκα δ᾽ Αἰνείαν προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα·


«Ένδοξ’ Αινεία της βουλής των χαλκοφόρων Τρώων,
ξάφνου εφανήκαν τ’ άλογα του θείου Αχιλλέως
στον πόλεμον και αδύναμοι τα έχουν κυβερνήτες.
Αν είσαι πρόθυμος και συ, θαρρούσα να το πάρω
ότι αν ορμούσαμεν εμείς, δεν θα σταθούν εκείνοι
εμπρός μας να δοκιμασθούν στου Άρη τον αγώνα.».

Αἰνεία Τρώων βουληφόρε χαλκοχιτώνων           485
ἵππω τώδ᾽ ἐνόησα ποδώκεος Αἰακίδαο
ἐς πόλεμον προφανέντε σὺν ἡνιόχοισι κακοῖσι·
τώ κεν ἐελποίμην αἱρησέμεν, εἰ σύ γε θυμῷ
σῷ ἐθέλεις, ἐπεὶ οὐκ ἂν ἐφορμηθέντε γε νῶϊ
τλαῖεν ἐναντίβιον στάντες μαχέσασθαι Ἄρηϊ.       490


Τον λογον έστερξ’ ο υιός του Αγχίση ο παινεμένος.
Και αυτοί με ασπίδες στερεές πλασμένες από δέρμα
ταύρου ξερό χαλκόστρωτο στην μάχην ίσια ορμούσαν.
Ο θείος Άρητος μ’ αυτούς κινήθη και ο Χρομίος,
και μέγα θάρρος στην ψυχήν ετρέφαν πως θα πάρουν
τ’άλογα τα μακρόλαιμα κι εκείνους να φονεύσουν.

ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησεν ἐῢς πάϊς Ἀγχίσαο.
τὼ δ᾽ ἰθὺς βήτην βοέῃς εἰλυμένω ὤμους
αὔῃσι στερεῇσι· πολὺς δ᾽ ἐπελήλατο χαλκός.
τοῖσι δ᾽ ἅμα Χρομίος τε καὶ Ἄρητος θεοειδὴς
ἤϊσαν ἀμφότεροι· μάλα δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς      495
αὐτώ τε κτενέειν ἐλάαν τ᾽ ἐριαύχενας ἵππους


μωροί που αναιμάτωτοι δεν έμελλαν να φύγουν
από τον Αυτομέδοντα. Και του Διός ευχήθη
κείνος και ανδρειά πλημμύρισε τα φύλλα της καρδιάς του,
κι είπε στον Αλκιμέδοντα, εγκάρδιον σύντροφόν του:

νήπιοι, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλον ἀναιμωτί γε νέεσθαι
αὖτις ἀπ᾽ Αὐτομέδοντος. ὃ δ᾽ εὐξάμενος Διὶ πατρὶ
ἀλκῆς καὶ σθένεος πλῆτο φρένας ἀμφὶ μελαίνας·
αὐτίκα δ᾽ Ἀλκιμέδοντα προσηύδα πιστὸν ἑταῖρον·   


«Ω Αλκιμέδων, μη μακράν τους ίππους μου κρατήσεις,
αλλά τα χνώτα οπίσω μου να  αισθάνομαι, ότι βλέπω
που δεν θα παύσει απ’ την ορμήν  ο Πριαμίδης Έκτωρ
όσο ή τους ίππους θ’ ανεβή του θείου Αχιλλέως,
αφού φονεύσει πρώτα εμάς και διώξει των Αργείων
τα πλήθη, ή πέσει αυτός νεκρός στην μέσην των προμάχων.».

Ἀλκίμεδον μὴ δή μοι ἀπόπροθεν ἰσχέμεν ἵππους,
ἀλλὰ μάλ᾽ ἐμπνείοντε μεταφρένῳ· οὐ γὰρ ἔγωγε
Ἕκτορα Πριαμίδην μένεος σχήσεσθαι ὀΐω,
πρίν γ᾽ ἐπ᾽ Ἀχιλλῆος καλλίτριχε βήμεναι ἵππω
νῶϊ κατακτείναντα, φοβῆσαί τε στίχας ἀνδρῶν 505
Ἀργείων, ἤ κ᾽ αὐτὸς ἐνὶ πρώτοισιν ἁλοίη.


Κι εφώναξε τους Αίαντας αυτού και τον Ατρείδην:

ὣς εἰπὼν Αἴαντε καλέσσατο καὶ Μενέλαον·

«Αίαντες και Μενέλαε, των Δαναών προστάτες,
σεις τον νεκρόν αφήσετε στους άλλους πολεμάρχους
στο πλάγι του τες φάλαγγες του εχθρού ν’ απομακρύνουν
και σώσετε απ’ τον όλεθρον εμάς που ζούμε ακόμη.
Ότι μας έπεσαν βαρείς μες στον σκληρόν αγώνα,
Έκτωρ και Αινείας, ήρωες οι πρώτοι στην Τρωάδα.
Αλλ’ όλ’ αυτά στην δύναμην των αθανάτων μένουν.
Θέλω κι εγώ την λόγχην μου να ρίξω κι έχει ο Δίας.».

Αἴαντ᾽ Ἀργείων ἡγήτορε καὶ Μενέλαε
ἤτοι μὲν τὸν νεκρὸν ἐπιτράπεθ᾽ οἵ περ ἄριστοι
ἀμφ᾽ αὐτῷ βεβάμεν καὶ ἀμύνεσθαι στίχας ἀνδρῶν,  
νῶϊν δὲ ζωοῖσιν ἀμύνετε νηλεὲς ἦμαρ·
τῇδε γὰρ ἔβρισαν πόλεμον κάτα δακρυόεντα
Ἕκτωρ Αἰνείας θ᾽, οἳ Τρώων εἰσὶν ἄριστοι.
ἀλλ᾽ ἤτοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται·
ἥσω γὰρ καὶ ἐγώ, τὰ δέ κεν Διὶ πάντα μελήσει.    515


Είπε και το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι
του Αρήτου, τον ακόντισε στην κυκλωτήν ασπίδα.
Και τον χαλκόν δεν κράτησαν η ασπίδα αλλ’ ετρυπήθη,
και τον ζωστήρα επέρασεν ως την γαστέρα η λόγχη.

ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος,
καὶ βάλεν Ἀρήτοιο κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην·
ἣ δ᾽ οὐκ ἔγχος ἔρυτο, διὰ πρὸ δὲ εἴσατο χαλκός,
νειαίρῃ δ᾽ ἐν γαστρὶ διὰ ζωστῆρος ἔλασσεν.


Και όπως μ’ αξίναν κοφτερήν ανδρειωμένο αγόρι
οπίσω από τα κέρατα ταύρον κτυπά στο νεύρο
να κοπεί όλο και βροντά σκιρτώντας χάμου ο ταύρος.
Όμοια σκιρτώντας έπεσε κι αυτός, και η πικρή λόγχη
μες στ’ άντερά του τινακτή του ενέκρωσε τα μέλη.

ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ὀξὺν ἔχων πέλεκυν αἰζήϊος ἀνὴρ        520
κόψας ἐξόπιθεν κεράων βοὸς ἀγραύλοιο
ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν, ὃ δὲ προθορὼν ἐρίπῃσιν,
ὣς ἄρ᾽ ὅ γε προθορὼν πέσεν ὕπτιος· ἐν δέ οἱ ἔγχος
νηδυίοισι μάλ᾽ ὀξὺ κραδαινόμενον λύε γυῖα.


Τότε στον Αυτομέδοντα την λόγχην ρίχν’ ο Έκτωρ.
Εμπρός τηρώντας ξέφυγεν εκείνος το κοντάρι.
Και, ως αυτός έσκυψεν εμπρός, οπίσω του εστυλώθη
στο χώμα η λόγχη κι έτρεμεν η ουρά της από πάνω.
Και  ο βαρύς Άρης έσβησεν εκεί την δύναμήν του.

Ἕκτωρ δ᾽ Αὐτομέδοντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ· 525
ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος·
πρόσσω γὰρ κατέκυψε, τὸ δ᾽ ἐξόπιθεν δόρυ μακρὸν
οὔδει ἐνισκίμφθη, ἐπὶ δ᾽ οὐρίαχος πελεμίχθη
ἔγχεος· ἔνθα δ᾽ ἔπειτ᾽ ἀφίει μένος ὄβριμος Ἄρης.


Και με τα στήθη αντίστηθα να χτυπηθούν ορμούσαν
αν την ορμήν δεν έκοφταν οι Αίαντες που εφθάναν
εις του συντρόφου την φωνήν εκεί που επολεμούσαν.

καί νύ κε δὴ ξιφέεσσ᾽ αὐτοσχεδὸν ὁρμηθήτην        530
εἰ μή σφω᾽ Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε,
οἵ ῥ᾽ ἦλθον καθ᾽ ὅμιλον ἑταίρου κικλήσκοντος·



Και ως είδαν κει τους Αίαντας, οπίσω φοβισμένοι
Έκτωρ κι Αινείας πόδησαν και ο θεϊκός Χρομίας
και άφησαν κει τον Άρητον με σπλάχνα σπαραγμένα
να κείται. Και με την ορμήν του Άρη ο Αυτομέδων
τ’ άρματα επήρε του νεκρού κι επάνω του εκαυχήθη:

 τοὺς ὑποταρβήσαντες ἐχώρησαν πάλιν αὖτις
Ἕκτωρ Αἰνείας τ᾽ ἠδὲ Χρομίος θεοειδής,
Ἄρητον δὲ κατ᾽ αὖθι λίπον δεδαϊγμένον ἦτορ     535
κείμενον· Αὐτομέδων δὲ θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ
τεύχεά τ᾽ ἐξενάριξε καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα·


«Εγλύκανα τον πόνον μου για τον αποθαμένον
Πάτροκλον, αν κι εφόνευσα πολύ κατώτερόν του.».

Είπε, στ’ αμάξι τ’ άρματα τα αιματοβαμμένα
πήρε κι αιματοστάλακτος ολόβολος κι εκείνος
ανέβηκε ωσάν λέοντας πόχει σπαράξει ταύρον.


ἦ δὴ μὰν ὀλίγον γε Μενοιτιάδαο θανόντος
κῆρ ἄχεος μεθέηκα χερείονά περ καταπέφνων.
ὣς εἰπὼν ἐς δίφρον ἑλὼν ἔναρα βροτόεντα         540
θῆκ᾽, ἂν δ᾽ αὐτὸς ἔβαινε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν
αἱματόεις ὥς τίς τε λέων κατὰ ταῦρον ἐδηδώς.